- σολοικία
- ἡ, Α [σόλοικος]1. σφάλμα στη χρήση τών λέξεων ή στην ακολουθία τών προτάσεων, σολοικισμός2. φρ. «Περὶ σολοικίας» — τίτλος έργου τού Αμμωνίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σολοικία — σολοικίᾱ , σολοικία fem nom/voc/acc dual σολοικίᾱ , σολοικία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικίᾳ — σολοικίᾱͅ , σολοικία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικίας — σολοικίᾱς , σολοικία fem acc pl σολοικίᾱς , σολοικία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικίαν — σολοικίᾱν , σολοικία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)